- μεταστήθιος
- μεταστήθιος, -ον (Α)1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών2. το ουδ. ως ουσ. τo μεταστήθιονμέρος τής παλάμης τού χεριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + στήθιος (< στῆθος), πρβλ. επι-στήθιος].
Dictionary of Greek. 2013.